άσχολος

άσχολος
ἄσχολος, -ον (Α)
1. απασχολημένος, αυτός που δεν ευκαιρεί, που δεν έχει καιρό
2. (για πράξεις κ.λπ.) συνεχής, αδιάκοπος, αδιάλειπτος
3. ο μη καταγινόμενος με κάτι
4. «ἄσχολος χρόνος» — ο χρόνος κατά τον οποίο δουλεύει κανείς συνέχεια, ο γεμάτος χρόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σχολος < σχολή «αργία, απραξία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄσχολος — without leisure masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχόλως — ἄσχολος without leisure adverbial ἄσχολος without leisure masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσχολον — ἄσχολος without leisure masc/fem acc sg ἄσχολος without leisure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχόλοις — ἄσχολος without leisure masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχόλου — ἄσχολος without leisure masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχόλους — ἄσχολος without leisure masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχόλων — ἄσχολος without leisure masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχόλῳ — ἄσχολος without leisure masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσχολοι — ἄσχολος without leisure masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάσχολος — ον, ΜΑ ο γεμάτος ασχολίες, πολυάσχολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἄσχολος (πρβλ. πολυ άσχολος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”