- άσχολος
- ἄσχολος, -ον (Α)1. απασχολημένος, αυτός που δεν ευκαιρεί, που δεν έχει καιρό2. (για πράξεις κ.λπ.) συνεχής, αδιάκοπος, αδιάλειπτος3. ο μη καταγινόμενος με κάτι4. «ἄσχολος χρόνος» — ο χρόνος κατά τον οποίο δουλεύει κανείς συνέχεια, ο γεμάτος χρόνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σχολος < σχολή «αργία, απραξία»].
Dictionary of Greek. 2013.